Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαλός
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δάμασις
δαμασίφρων
View word page
δάμαλος
calf
ShortDef
calf
Debugging
Headword:
δάμαλος
Headword (normalized):
δάμαλος
Headword (normalized/stripped):
δαμαλος
IDX:
19857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19858
Key:
Data
{'content': 'calf'}