Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
δαλός
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
δαμασικόνδυλος
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
View word page
δάμαλις
a heifer
ShortDef
a heifer
Debugging
Headword:
δάμαλις
Headword (normalized):
δάμαλις
Headword (normalized/stripped):
δαμαλις
IDX:
19855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19856
Key:
Data
{'content': 'a heifer'}