Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαλασσηνός
δαλερός
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
δαλός
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
δαμασήνωρ
View word page
δαμάλης
a young steer

ShortDef

a young steer

Debugging

Headword:
δαμάλης
Headword (normalized):
δαμάλης
Headword (normalized/stripped):
δαμαλης
IDX:
19852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19853
Key:

Data

{'content': 'a young steer'}