Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακτυλωτός
Δαλασσηνός
δαλερός
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
δαλός
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
δάμαρ
δαμαρίππεως
δαμασάνδρα
View word page
δαμαλήβοτος
browsed by heifers

ShortDef

browsed by heifers

Debugging

Headword:
δαμαλήβοτος
Headword (normalized):
δαμαλήβοτος
Headword (normalized/stripped):
δαμαληβοτος
IDX:
19851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19852
Key:

Data

{'content': 'browsed by heifers'}