Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰζηός
Αἰήτης
αἰητός
αἴητος
αἰθαλέος
αἰθάλη
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἰθαλοκομπία
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἰθαλώδης
αἰθάλωσις
αἰθαλωτός
αἴθε
αἰθερεμβατέω
αἰθεριβόσκας
αἰθέριος
αἰθεροδρόμος
αἰθερολαμπής
αἰθερολογέω
View word page
αἰθαλόω
to soil with soot

ShortDef

to soil with soot

Debugging

Headword:
αἰθαλόω
Headword (normalized):
αἰθαλόω
Headword (normalized/stripped):
αιθαλοω
IDX:
1984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1985
Key:

Data

{'content': 'to soil with soot'}