Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
Δαλασσηνός
δαλερός
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
δαλός
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
δαμαντήρ
View word page
δαμάζω
to overpower, tame, conquer, subdue
ShortDef
to overpower, tame, conquer, subdue
Debugging
Headword:
δαμάζω
Headword (normalized):
δαμάζω
Headword (normalized/stripped):
δαμαζω
IDX:
19848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19849
Key:
Data
{'content': 'to overpower, tame, conquer, subdue'}