Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
Δαλασσηνός
δαλερός
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
δαλός
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δαμαλοπόδια
δάμαλος
View word page
δαλός
a fire-brand, piece of blazing wood
ShortDef
a fire-brand, piece of blazing wood
Debugging
Headword:
δαλός
Headword (normalized):
δαλός
Headword (normalized/stripped):
δαλος
IDX:
19847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19848
Key:
Data
{'content': 'a fire-brand, piece of blazing wood'}