Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
Δαλασσηνός
δαλερός
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
δαλός
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
View word page
δαλλώ
old woman
ShortDef
old woman
Debugging
Headword:
δαλλώ
Headword (normalized):
δαλλώ
Headword (normalized/stripped):
δαλλω
IDX:
19844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19845
Key:
Data
{'content': 'old woman'}