Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
Δαλασσηνός
δαλερός
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
δαλός
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
View word page
δακτυλότριπτος
worn by fingers

ShortDef

worn by fingers

Debugging

Headword:
δακτυλότριπτος
Headword (normalized):
δακτυλότριπτος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοτριπτος
IDX:
19840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19841
Key:

Data

{'content': 'worn by fingers'}