Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
Δαλασσηνός
δαλερός
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
δαλός
View word page
δακτυλοποιητικός
finger-making

ShortDef

finger-making

Debugging

Headword:
δακτυλοποιητικός
Headword (normalized):
δακτυλοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοποιητικος
IDX:
19837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19838
Key:

Data

{'content': 'finger-making'}