Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
Δαλασσηνός
δαλερός
δαλλώ
Δαλματεῖς
δαλματικομαφόρτης
View word page
δακτυλοκαμψόδυνος
wearying the fingers by keeping them bent
ShortDef
wearying the fingers by keeping them bent
Debugging
Headword:
δακτυλοκαμψόδυνος
Headword (normalized):
δακτυλοκαμψόδυνος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοκαμψοδυνος
IDX:
19836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19837
Key:
Data
{'content': 'wearying the fingers by keeping them bent'}