Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
Δαλασσηνός
View word page
δακτυλόδεικτος
pointed at with the finger

ShortDef

pointed at with the finger

Debugging

Headword:
δακτυλόδεικτος
Headword (normalized):
δακτυλόδεικτος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοδεικτος
IDX:
19832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19833
Key:

Data

{'content': 'pointed at with the finger'}