Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δακτυλωτός
View word page
δακτυλοδεικτέω
to point at with the finger

ShortDef

to point at with the finger

Debugging

Headword:
δακτυλοδεικτέω
Headword (normalized):
δακτυλοδεικτέω
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοδεικτεω
IDX:
19831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19832
Key:

Data

{'content': 'to point at with the finger'}