Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
View word page
δακτυλιστής
measurer, surveyor

ShortDef

measurer, surveyor

Debugging

Headword:
δακτυλιστής
Headword (normalized):
δακτυλιστής
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιστης
IDX:
19830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19831
Key:

Data

{'content': 'measurer, surveyor'}