Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοποιητικός
δακτυλόπους
δάκτυλος
View word page
δακτυλίς
grape

ShortDef

grape

Debugging

Headword:
δακτυλίς
Headword (normalized):
δακτυλίς
Headword (normalized/stripped):
δακτυλις
IDX:
19829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19830
Key:

Data

{'content': 'grape'}