Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακρύω
δακρυώδης
δακτυλήθρα
δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδικτος
δακτυλοδόχμη
δακτυλοειδής
δακτυλοκαμψόδυνος
View word page
δακτυλιοθήκη
collection of gems

ShortDef

collection of gems

Debugging

Headword:
δακτυλιοθήκη
Headword (normalized):
δακτυλιοθήκη
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιοθηκη
IDX:
19826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19827
Key:

Data

{'content': 'collection of gems'}