Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρύω
δακρυώδης
δακτυλήθρα
δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
View word page
δακτυλίζω
to be made a dactyl

ShortDef

to be made a dactyl

Debugging

Headword:
δακτυλίζω
Headword (normalized):
δακτυλίζω
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιζω
IDX:
19822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19823
Key:

Data

{'content': 'to be made a dactyl'}