Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρύω
δακρυώδης
δακτυλήθρα
δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
δακτυλοδεικτέω
View word page
δακτυλίδιον
ring
ShortDef
ring
Debugging
Headword:
δακτυλίδιον
Headword (normalized):
δακτυλίδιον
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιδιον
IDX:
19821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19822
Key:
Data
{'content': 'ring'}