Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δακρύρροια
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρύω
δακρυώδης
δακτυλήθρα
δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
δακτυλιστής
View word page
δακτυλιαῖος
of a finger's length, breadth
ShortDef
of a finger's length, breadth
Debugging
Headword:
δακτυλιαῖος
Headword (normalized):
δακτυλιαῖος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιαιος
IDX:
19820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19821
Key:
Data
{'content': "of a finger's length, breadth"}