Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δακρυρροέω
δακρύρροια
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρύω
δακρυώδης
δακτυλήθρα
δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
δακτυλιουργός
δακτυλίς
View word page
δακτύληθρον
ring
ShortDef
ring
Debugging
Headword:
δακτύληθρον
Headword (normalized):
δακτύληθρον
Headword (normalized/stripped):
δακτυληθρον
IDX:
19819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19820
Key:
Data
{'content': 'ring'}