Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακρυότιμος
δακρυπλώω
δακρυρροέω
δακρύρροια
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρύω
δακρυώδης
δακτυλήθρα
δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
δακτύλιος
View word page
δακρυώδης
tearful, lamentable

ShortDef

tearful, lamentable

Debugging

Headword:
δακρυώδης
Headword (normalized):
δακρυώδης
Headword (normalized/stripped):
δακρυωδης
IDX:
19817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19818
Key:

Data

{'content': 'tearful, lamentable'}