Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακρυοποιός
δακρυότιμος
δακρυπλώω
δακρυρροέω
δακρύρροια
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρύω
δακρυώδης
δακτυλήθρα
δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτυλιοθήκη
View word page
δακρύω
to weep, shed tears

ShortDef

to weep, shed tears

Debugging

Headword:
δακρύω
Headword (normalized):
δακρύω
Headword (normalized/stripped):
δακρυω
IDX:
19816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19817
Key:

Data

{'content': 'to weep, shed tears'}