Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακρυόεις
δάκρυον
δακρυοπετής
δακρυοποιός
δακρυότιμος
δακρυπλώω
δακρυρροέω
δακρύρροια
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρύω
δακρυώδης
δακτυλήθρα
δακτύληθρον
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλίζω
δακτυλικός
View word page
δακρυτός
wept over, tearful

ShortDef

wept over, tearful

Debugging

Headword:
δακρυτός
Headword (normalized):
δακρυτός
Headword (normalized/stripped):
δακρυτος
IDX:
19813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19814
Key:

Data

{'content': 'wept over, tearful'}