Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰετηδόν
αἰετιαῖος
αἰετόεις
ἀΐζηλος
αἰζηός
Αἰήτης
αἰητός
αἴητος
αἰθαλέος
αἰθάλη
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἰθαλοκομπία
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἰθαλώδης
αἰθάλωσις
αἰθαλωτός
αἴθε
αἰθερεμβατέω
αἰθεριβόσκας
View word page
αἰθαλίων
swarthy, dusky

ShortDef

swarthy, dusky

Debugging

Headword:
αἰθαλίων
Headword (normalized):
αἰθαλίων
Headword (normalized/stripped):
αιθαλιων
IDX:
1980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1981
Key:

Data

{'content': 'swarthy, dusky'}