Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δακνίς
δακνιστήρ
δάκνω
δακνώδης
δάκος
δάκρυ
δάκρυμα
δακρυογόνος
δακρυόεις
δάκρυον
δακρυοπετής
δακρυοποιός
δακρυότιμος
δακρυπλώω
δακρυρροέω
δακρύρροια
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
View word page
δακρυοπετής
making tears fall

ShortDef

making tears fall

Debugging

Headword:
δακρυοπετής
Headword (normalized):
δακρυοπετής
Headword (normalized/stripped):
δακρυοπετης
IDX:
19805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19806
Key:

Data

{'content': 'making tears fall'}