Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτύμων
δαιτυμών
δαιτύς
Δαίτωρ
δαΐφρων
δαίω
δαίω2
δακέθυμος
δακνάζω
δακνηρός
δακνίς
δακνιστήρ
δάκνω
δακνώδης
δάκος
δάκρυ
δάκρυμα
δακρυογόνος
δακρυόεις
View word page
δακνάζω
(mid.) to be afflicted, mournful
ShortDef
(mid.) to be afflicted, mournful
Debugging
Headword:
δακνάζω
Headword (normalized):
δακνάζω
Headword (normalized/stripped):
δακναζω
IDX:
19793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19794
Key:
Data
{'content': '(mid.) to be afflicted, mournful'}