Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτήριον
δαίτης
δαιτικλυτός
δαιτρεία
δαιτρευτῶς
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτύμων
δαιτυμών
δαιτύς
Δαίτωρ
δαΐφρων
δαίω
δαίω2
δακέθυμος
δακνάζω
δακνηρός
View word page
δαιτροσύνη
the art of carving meat, a helping at table
ShortDef
the art of carving meat, a helping at table
Debugging
Headword:
δαιτροσύνη
Headword (normalized):
δαιτροσύνη
Headword (normalized/stripped):
δαιτροσυνη
IDX:
19784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19785
Key:
Data
{'content': 'the art of carving meat, a helping at table'}