Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαιταλουργία
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτήριον
δαίτης
δαιτικλυτός
δαιτρεία
δαιτρευτῶς
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτύμων
δαιτυμών
δαιτύς
Δαίτωρ
δαΐφρων
δαίω
δαίω2
δακέθυμος
δακνάζω
View word page
δαιτρός
one that carves

ShortDef

one that carves

Debugging

Headword:
δαιτρός
Headword (normalized):
δαιτρός
Headword (normalized/stripped):
δαιτρος
IDX:
19783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19784
Key:

Data

{'content': 'one that carves'}