Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαιταλεύς
δαιταλουργία
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτήριον
δαίτης
δαιτικλυτός
δαιτρεία
δαιτρευτῶς
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτύμων
δαιτυμών
δαιτύς
Δαίτωρ
δαΐφρων
δαίω
δαίω2
δακέθυμος
View word page
δαιτρόν
one's portion
ShortDef
one's portion
Debugging
Headword:
δαιτρόν
Headword (normalized):
δαιτρόν
Headword (normalized/stripped):
δαιτρον
IDX:
19782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19783
Key:
Data
{'content': "one's portion"}