Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαιταλάομαι
δαιταλεύς
δαιταλουργία
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτήριον
δαίτης
δαιτικλυτός
δαιτρεία
δαιτρευτῶς
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτύμων
δαιτυμών
δαιτύς
Δαίτωρ
δαΐφρων
δαίω
δαίω2
View word page
δαιτρεύω
to cut up, to cut up for distribution
ShortDef
to cut up, to cut up for distribution
Debugging
Headword:
δαιτρεύω
Headword (normalized):
δαιτρεύω
Headword (normalized/stripped):
δαιτρευω
IDX:
19781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19782
Key:
Data
{'content': 'to cut up, to cut up for distribution'}