Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαΐσφαλτος
δαιταλάομαι
δαιταλεύς
δαιταλουργία
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτήριον
δαίτης
δαιτικλυτός
δαιτρεία
δαιτρευτῶς
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτύμων
δαιτυμών
δαιτύς
Δαίτωρ
δαΐφρων
δαίω
View word page
δαιτρευτῶς
by dividing
ShortDef
by dividing
Debugging
Headword:
δαιτρευτῶς
Headword (normalized):
δαιτρευτῶς
Headword (normalized/stripped):
δαιτρευτως
IDX:
19780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19781
Key:
Data
{'content': 'by dividing'}