Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαῖσις
δαΐσφαλτος
δαιταλάομαι
δαιταλεύς
δαιταλουργία
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτήριον
δαίτης
δαιτικλυτός
δαιτρεία
δαιτρευτῶς
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτύμων
δαιτυμών
δαιτύς
Δαίτωρ
δαΐφρων
View word page
δαιτρεία
place where meat is cut up

ShortDef

place where meat is cut up

Debugging

Headword:
δαιτρεία
Headword (normalized):
δαιτρεία
Headword (normalized/stripped):
δαιτρεια
IDX:
19779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19780
Key:

Data

{'content': 'place where meat is cut up'}