Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰδώς
αἰεναοιδός
αἰέναος
αἰένυπνος
αἰετηδόν
αἰετιαῖος
αἰετόεις
ἀΐζηλος
αἰζηός
Αἰήτης
αἰητός
αἴητος
αἰθαλέος
αἰθάλη
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἰθαλοκομπία
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἰθαλώδης
αἰθάλωσις
View word page
αἰητός
eagle > ἀετός

ShortDef

eagle > ἀετός

Debugging

Headword:
αἰητός
Headword (normalized):
αἰητός
Headword (normalized/stripped):
αιητος
IDX:
1976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1977
Key:

Data

{'content': 'eagle > ἀετός'}