Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
δαΐξανδρος
δαίομαι
δάϊος
δαϊόφρων
δαίς
δαΐς
δάϊς
δαίσιμος
δαῖσις
δαΐσφαλτος
δαιταλάομαι
δαιταλεύς
View word page
δαίομαι
distribute
ShortDef
distribute
Debugging
Headword:
δαίομαι
Headword (normalized):
δαίομαι
Headword (normalized/stripped):
δαιομαι
IDX:
19762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19763
Key:
Data
{'content': 'distribute'}