Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
δαΐξανδρος
δαίομαι
δάϊος
δαϊόφρων
δαίς
δαΐς
δάϊς
View word page
δαιμονοπλήξ
smitten of heaven

ShortDef

smitten of heaven

Debugging

Headword:
δαιμονοπλήξ
Headword (normalized):
δαιμονοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
δαιμονοπληξ
IDX:
19757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19758
Key:

Data

{'content': 'smitten of heaven'}