Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαΐλοχος
δαιμονάω
δαιμονιάρχης
δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
δαΐξανδρος
δαίομαι
δάϊος
δαϊόφρων
View word page
δαιμονιώδης
demoniacal, devilish

ShortDef

demoniacal, devilish

Debugging

Headword:
δαιμονιώδης
Headword (normalized):
δαιμονιώδης
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιωδης
IDX:
19754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19755
Key:

Data

{'content': 'demoniacal, devilish'}