Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαϊκτός
δαϊλμός
Δαΐλοχος
δαιμονάω
δαιμονιάρχης
δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
δαΐξανδρος
δαίομαι
View word page
δαιμονιοῦχος
spiritual

ShortDef

spiritual

Debugging

Headword:
δαιμονιοῦχος
Headword (normalized):
δαιμονιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιουχος
IDX:
19752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19753
Key:

Data

{'content': 'spiritual'}