Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαϊκτήρ
δαϊκτός
δαϊλμός
Δαΐλοχος
δαιμονάω
δαιμονιάρχης
δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοτάκτης
δαίμων
δαίνυμι
δαΐξανδρος
View word page
δαιμόνιος
of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous
ShortDef
of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous
Debugging
Headword:
δαιμόνιος
Headword (normalized):
δαιμόνιος
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιος
IDX:
19751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19752
Key:
Data
{'content': 'of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous'}