Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτός
δαϊλμός
Δαΐλοχος
δαιμονάω
δαιμονιάρχης
δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοτάκτης
δαίμων
View word page
δαιμονικός
possessed by a demon

ShortDef

possessed by a demon

Debugging

Headword:
δαιμονικός
Headword (normalized):
δαιμονικός
Headword (normalized/stripped):
δαιμονικος
IDX:
19749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19750
Key:

Data

{'content': 'possessed by a demon'}