Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτός
δαϊλμός
Δαΐλοχος
δαιμονάω
δαιμονιάρχης
δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
δαιμονομαχέω
δαιμονοπλήξ
δαιμονοτάκτης
View word page
δαιμονίζομαι
to be possessed by a demon

ShortDef

to be possessed by a demon

Debugging

Headword:
δαιμονίζομαι
Headword (normalized):
δαιμονίζομαι
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιζομαι
IDX:
19748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19749
Key:

Data

{'content': 'to be possessed by a demon'}