Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαιδαλουργός
δαιδαλόχειρ
δαιέλιξι
δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτός
δαϊλμός
Δαΐλοχος
δαιμονάω
δαιμονιάρχης
δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
δαιμονιώδης
δαιμονοβλάβεια
View word page
δαιμονάω
to be under the power of a δαίμων
ShortDef
to be under the power of a δαίμων
Debugging
Headword:
δαιμονάω
Headword (normalized):
δαιμονάω
Headword (normalized/stripped):
δαιμοναω
IDX:
19745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19746
Key:
Data
{'content': 'to be under the power of a δαίμων'}