Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δαίδαλος
δαιδαλούργημα
δαιδαλουργός
δαιδαλόχειρ
δαιέλιξι
δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτός
δαϊλμός
Δαΐλοχος
δαιμονάω
δαιμονιάρχης
δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός
View word page
δαϊλμός
division, parlition

ShortDef

division, parlition

Debugging

Headword:
δαϊλμός
Headword (normalized):
δαϊλμός
Headword (normalized/stripped):
δαιλμος
IDX:
19743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19744
Key:

Data

{'content': 'division, parlition'}