Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαίδαλον
δαίδαλος
Δαίδαλος
δαιδαλούργημα
δαιδαλουργός
δαιδαλόχειρ
δαιέλιξι
δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτός
δαϊλμός
Δαΐλοχος
δαιμονάω
δαιμονιάρχης
δαιμονιάω
δαιμονίζομαι
δαιμονικός
View word page
δαιθμός
allotment
ShortDef
allotment
Debugging
Headword:
δαιθμός
Headword (normalized):
δαιθμός
Headword (normalized/stripped):
δαιθμος
IDX:
19739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19740
Key:
Data
{'content': 'allotment'}