Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δαήρ
δάης
δαί
δαιδαλέοδμος
δαιδάλεος
δαιδαλεύτρια
δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαίδαλον
δαίδαλος
Δαίδαλος
δαιδαλούργημα
δαιδαλουργός
δαιδαλόχειρ
δαιέλιξι
δαΐζω
δαιθμός
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαϊκτός
δαϊλμός
View word page
Δαίδαλος
Daedalus
ShortDef
cunningly
Daedalus
Debugging
Headword:
Δαίδαλος
Headword (normalized):
δαίδαλος
Headword (normalized/stripped):
δαιδαλος
IDX:
19733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19734
Key:
Data
{'content': 'Daedalus'}