Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δᾴδωσις
Δάειρα
δαερός
δαημοσύνη
δαήμων
δαήρ
δάης
δαί
δαιδαλέοδμος
δαιδάλεος
δαιδαλεύτρια
δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαίδαλον
δαίδαλος
Δαίδαλος
δαιδαλούργημα
δαιδαλουργός
δαιδαλόχειρ
δαιέλιξι
δαΐζω
View word page
δαιδαλεύτρια
skilful workwoman

ShortDef

skilful workwoman

Debugging

Headword:
δαιδαλεύτρια
Headword (normalized):
δαιδαλεύτρια
Headword (normalized/stripped):
δαιδαλευτρια
IDX:
19728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19729
Key:

Data

{'content': 'skilful workwoman'}