Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
Δᾳδαφόρια
δᾳδηφόρος
δᾴδινος
δᾳδίον
δᾳδίς
δᾳδοκοπέω
δᾳδόομαι
δᾳδουργός
δᾳδουχέω
View word page
Δαγών
Dagon

ShortDef

Dagon

Debugging

Headword:
Δαγών
Headword (normalized):
δαγών
Headword (normalized/stripped):
δαγων
IDX:
19700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19701
Key:

Data

{'content': 'Dagon'}