Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
Δᾳδαφόρια
δᾳδηφόρος
δᾴδινος
δᾳδίον
δᾳδίς
δᾳδοκοπέω
δᾳδόομαι
δᾳδουργός
View word page
δαγύς
a wax doll, puppet
ShortDef
a wax doll, puppet
Debugging
Headword:
δαγύς
Headword (normalized):
δαγύς
Headword (normalized/stripped):
δαγυς
IDX:
19699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19700
Key:
Data
{'content': 'a wax doll, puppet'}