Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγάθεος
ἀγαθίς
ἀγαθογονία
ἀγαθοδαιμονέω
ἀγαθοδαιμονητικός
ἀγαθοδαιμονισταί
ἀγαθοδαίμων
ἀγαθοδοσία
ἀγαθοδότης
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοθέλεια
ἀγαθοθελής
Ἀγαθοκλῆς
ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
View word page
ἀγαθοεργέω
to do good
ShortDef
to do good
Debugging
Headword:
ἀγαθοεργέω
Headword (normalized):
ἀγαθοεργέω
Headword (normalized/stripped):
αγαθοεργεω
IDX:
196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-197
Key:
Data
{'content': 'to do good'}