Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
Δᾳδαφόρια
δᾳδηφόρος
δᾴδινος
δᾳδίον
δᾳδίς
δᾳδοκοπέω
View word page
δʹ
four, fourth
ShortDef
four, fourth
Debugging
Headword:
δʹ
Headword (normalized):
δʹ
Headword (normalized/stripped):
δʹ
IDX:
19697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19698
Key:
Data
{'content': 'four, fourth'}