Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ
γωνιοειδής
γωνιόομαι
γωνιοποιέομαι
γωνιόπους
γώνιος
γωνιόφυλλος
γωνιώδης
γωνιωτός
γωρυτός
δʹ
δᾶ
δαγύς
Δαγών
Δαδάκης
Δᾳδαφόρια
δᾳδηφόρος
δᾴδινος
δᾳδίον
δᾳδίς
View word page
γωρυτός
a bow-case, quiver

ShortDef

a bow-case, quiver

Debugging

Headword:
γωρυτός
Headword (normalized):
γωρυτός
Headword (normalized/stripped):
γωρυτος
IDX:
19696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19697
Key:

Data

{'content': 'a bow-case, quiver'}